Η διαμάχη μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας για την περιοχή του Ντονμπάς
Του Ραφαήλ Τσιαδήμου
Στην διεθνή επικαιρότητα παρουσιάζεται, τον τελευταίο καιρό, έντονα το
ζήτημα της απειλής πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η απειλή αυτή
διαφαίνεται μέσα από την συγκέντρωση των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα των
δύο χωρών, καθώς και από τις πολιτικές συναντήσεις του Ουκρανού προέδρου,
Βολοντίμιρ Ζελένσκυ, με διάφορους ευρωπαίους ηγέτες και την προσέγγιση του ΝΑΤΟ
από την Ουκρανία, προκειμένου να αποτραπεί μια διένεξη μεταξύ των δύο κρατών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτουν τα εξής δύο ερωτήματα: Πως έφτασαν τα
πράγματα ως εδώ, ώστε πλέον να γίνεται λόγος για πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και
Ουκρανίας, δύο δηλαδή κρατών που βρίσκονται εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου; Και
τι γίνεται σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, προκειμένου να αποτραπεί η
κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ αυτών των δύο κρατών και η εξέλιξη των εντάσεων
αυτών σε πόλεμο; Είναι, δηλαδή, απαραίτητη η εξέταση του ιστορικού των
ρωσοουκρανικών σχέσεων, οι οποίες είναι σήμερα άκρως εχθρικές, όπως και η
επισκόπηση των πολιτικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα σήμερα. Αυτές οι
τελευταίες θα κρίνουν την τελική έκβαση αυτής της διένεξης, οδηγώντας είτε σε
αμοιβαία υποχώρηση των δύο χωρών είτε σε πολεμική σύγκρουση.
Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο της ρωσοουκρανικής διένεξης, καθοριστικό
γεγονός ήταν η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η οποία οδήγησε στην
ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας και την απομάκρυνσή της από την ρωσική σφαίρα
επιρροής. Ωστόσο, ήδη στις 16 Ιουλίου 1990 η τότε Σοβιετική Δημοκρατία της
Ουκρανίας είχε διακηρύξει την ανεξαρτησία της, ενώ αποτελούσε και ιδρυτικό
μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως και η Σοβιετική Δημοκρατία της
Λευκορωσίας, παρότι και οι δύο αυτές Δημοκρατίες δεν ήταν ανεξάρτητα κράτη,
αλλά ανήκαν στην Σοβιετική Ένωση. Η επίσημη ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανίας
επήλθε με δημοψήφισμα την 1η Δεκεμβρίου του 1991, στο οποίο 92%
των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ ο Λεονίντ Κραβτσούκ εξελέγη
πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Ουκρανίας.
Η πολιτική αυτή εξέλιξη σηματοδότησε την έναρξη των διμερών σχέσεων μεταξύ
Ουκρανίας και Ρωσίας, ως δύο ανεξαρτήτων πλέον κρατών. Οι σχέσεις αυτές ήταν
ομαλές, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία πραγματοποίησε στρατιωτικές επιχειρήσεις
στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, όπως στην Γεωργία τον Αύγουστο
του 2008. Σε διεθνές επίπεδο, η Ουκρανία επεδίωξε την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και στο ΝΑΤΟ, ενώ το 2008 επιτεύχθηκε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ
Ουκρανίας και Ε.Ε., η οποία είχε ως σκοπό την ανάπτυξη πολιτικών, εμπορικών και
νομικών δεσμών μεταξύ των δύο μερών. Ωστόσο, το 2010 εξελέγη πρόεδρος της
Ουκρανίας ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος διαφωνούσε με την είσοδο
της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ένταξή της στην σφαίρα επιρροής της
Δύσης. Για τον λόγο αυτό, το 2013 αποφάσισε την αναβολή της συμφωνίας με την Ε.Ε.,
ενώ παράλληλα δήλωσε ότι θα συνεχίσει τον διάλογο με την Ρωσία, με στόχο την
είσοδο της Ουκρανίας στην Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση.
Η απόφαση του Ουκρανού προέδρου να εμποδίσει την στενότερη συνεργασία της
Ουκρανίας με την Ε.Ε. και την πιθανή ένταξή της στην Ένωση αποτέλεσε αιτία να
ξεσπάσουν βίαιες διαδηλώσεις τον Φεβρουάριο του 2014. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν
την απομάκρυνση του Βίκτορ Γιανουκόβιτς από την εξουσία και συγκεντρώθηκαν
κυρίως στην πλατεία Ανεξαρτησίας, την κεντρική πλατεία του Κιέβου. Οι διαδηλώσεις
αυτές είχαν, τελικά, ως αποτέλεσμα την αποπομπή του Γιανουκόβιτς και το
ξέσπασμα περαιτέρω διαδηλώσεων στις περιοχές της Κριμαίας και του Ντονμπάς,
όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι ρωσόφωνοι. Η περιοχή του Ντονμπάς
περιλαμβάνει τις περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, οι οποίες
βρίσκονται στην Ανατολική Ουκρανία, στα σύνορα με την Ρωσία.
Στο απόγειο των αναταραχών αυτών, φιλορωσικές αποσχιστικές μονάδες
κατόρθωσαν να λάβουν τον πλήρη έλεγχο της χερσονήσου της Κριμαίας στις αρχές
του Μαρτίου. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν παραδέχθηκε αργότερα την εμπλοκή
των ρωσικών στρατευμάτων στην προσάρτηση της Κριμαίας. Λίγο αργότερα, στις 16
Μαρτίου του 2014, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για το καθεστώς της Κριμαίας,
στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία (96,77%) ψήφισε υπέρ της προσχώρησης της
Κριμαίας στην Ρωσία. Βάσει του δημοψηφίσματος αυτού, η Ρωσία ενσωμάτωσε την
Κριμαία στην επικράτειά της, στις 21 Μαρτίου. Το δημοψήφισμα και η προσάρτηση
της Κριμαίας στην Ρωσία προκάλεσαν την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των
Η.Π.Α. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οι συμπλοκές επεκτάθηκαν στην περιοχή του
Ντονμπάς, όπου αποσχιστικά κινήματα, υποκινούμενα από την Ρωσία, κατέλαβαν
κυβερνητικά κτήρια στην πόλη Λουχάνσκ και επιτέθηκαν στον κυβερνητικό στρατό,
σηματοδοτώντας την αρχή του Πολέμου του Ντονμπάς. Τον Μάιο, και έπειτα από την
διεξαγωγή δημοψηφίσματος, δημιουργήθηκαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες του Λουχάνσκ και
του Ντόνετσκ, οι οποίες σκόπευαν να ενωθούν σε μια συνομοσπονδία, που θα
ονομαζόταν «Νέα Ρωσία» (Novorossiya), όμως η συνομοσπονδία
αυτή τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Μετά και τις εξελίξεις αυτές, η κατάσταση στο εσωτερικό της Ουκρανίας ήταν
εξαιρετικά κρίσιμη. Τον Ιούλιο του 2014, επιβατηγό αεροσκάφος των Μαλαισιανών
αερογραμμών καταρρίφθηκε ενώ βρισκόταν πάνω από το έδαφος της Ουκρανίας, από
πύραυλο που εκτοξεύτηκε από την Ρωσία, προκαλώντας τον θάνατο του συνόλου των
298 επιβατών του αεροσκάφους και οξύνοντας την δυσαρέσκεια της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και του ΝΑΤΟ απέναντι στην Ρωσία.
Η δυσαρέσκεια αυτή κάμφθηκε μερικώς με την υπογραφή των δύο Συμφωνιών του
Μινσκ, τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015. Η πρώτη από τις δύο
συμφωνίες δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ Ρωσίας
και Ουκρανίας, οι οποίες συνέχισαν να αντιπαρατίθενται στο πεδίο της μάχης. Η
δεύτερη Συμφωνία του Μίνσκ προέβλεψε ρητά την παύση πυρός, καθώς και την
απομάκρυνση των πυρομαχικών των δύο χωρών από το πεδίο της μάχης, με στόχο την
δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας. Η συμφωνία αυτή υπεγράφη στις 5 Φεβρουαρίου
από τον Ουκρανό πρόεδρο, Πέτρο Ποροσένκο, και τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ
Πούτιν, με την παρουσία της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, και του
Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουκρανία και η Ρωσία
προέβησαν στην ανταλλαγή κρατουμένων. Ωστόσο, παρά την επίτευξη της
ειρηνευτικής αυτής συμφωνίας, οι δύο συμβαλλόμενες χώρες αλληλοκατηγορούνται
για παραβίαση της συμφωνίας. Αυτό αποδεικνύει ότι η κατάσταση στα σύνορα των
δύο χωρών είναι τεταμένη ακόμη και μετά την υπογραφή της δεύτερης Συμφωνίας του
Μινσκ.
Η εκλογή του Βολοντίμιρ Ζελένσκι ως προέδρου της Ουκρανίας, την 21η Απριλίου
του 2019, ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της κατάστασης στο Ντονμπάς μέχρι
σήμερα. Ο Ζελένσκι, που ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 20 Μαΐου, ακολούθησε
αρχικά μετριοπαθή στάση απέναντι στην ρωσική πρόκληση, επιθυμώντας τον
τερματισμό του πολέμου στο Ντονμπάς. Η διαλλακτικότητα και η διάθεση του
Ζελένσκι για διάλογο με την Ρωσία συνέβαλαν στην παύση πυρός μεταξύ Ουκρανίας
και Ρωσίας, στις 22 Ιουλίου 2020. Ωστόσο, ενώ αρχικά ο Ουκρανός πρόεδρος
αντιμετώπισε με συμβιβασμό και διάθεση για συνεργασία την κρίση στην περιοχή
του Ντονμπάς, αργότερα άλλαξε την στάση του αυτή και επέλεξε μια πιο επιθετική
και αδιάλλακτη στάση απέναντι στην κρίση. Ενδεικτικά, τον Φεβρουάριο του
παρόντος έτους, ο Ζελένσκι προέβη στην επιβολή κυρώσεων στον Ουκρανό πολιτικό
και στενό φίλο του Βλαντιμίρ Πούτιν, Βίκτορ Μεντβεντσούκ, διατάζοντας το
κλείσιμο τριών φιλορωσικών τηλεοπτικών σταθμών, που ανήκαν στον Μεντβεντσούκ. Η
αυταρχική πολιτική του Ζελένσκι προκάλεσε την αναζωπύρωση των εντάσεων στα
ανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, ενώ ρωσικά στρατεύματα άρχισαν να
συγκεντρώνονται στα βόρεια και ανατολικά σύνορα της Ρωσίας. Ο εκπρόσωπος του
Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, υποστήριξε ότι τα στρατεύματα αυτά κινούνται εντός
της ρωσικής επικράτειας, κάτι το οποίο είναι νόμιμο και δεν πρέπει να ανησυχεί
την διεθνή κοινότητα.
Τόσο οι Η.Π.Α., όσο και το ΝΑΤΟ, προειδοποίησαν την Ρωσία να μην προχωρήσει
σε εμπόλεμη σύγκρουση με την Ουκρανία. Ο Τζο Μπάιντεν ζήτησε προσωπικά από τον
Βλαντιμίρ Πούτιν να αποφύγει την κλιμάκωση των εντάσεων με την Ουκρανία,
ενώ ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, κάλεσε την Ρωσία να
παύσει την στρατιωτική ανάπτυξή της γύρω από την Ουκρανία, χαρακτηρίζοντας την
πράξη αυτή ως «αδικαιολόγητη και βαθύτατα ανησυχητική». Από την πλευρά του, ο
Βολοντίμιρ Ζελένσκι επεδίωξε στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ και, βαθμιαία, την
είσοδο της Ουκρανίας στον οργανισμό, προκειμένου να αποτρέψει τον πόλεμο, ο
οποίος θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την χώρα του.
Στις 11 Απριλίου, ο Ντμίτρι Πεσκόφ απέκλεισε το ενδεχόμενο πολέμου με την
Ουκρανία, δηλώνοντας όμως ότι η Ρωσία θα υπερασπιστεί τα δικαιώματα του
ρωσόφωνου πληθυσμού της Ουκρανίας. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου, η
Ρωσία ανακοίνωσε την επιστροφή των στρατευμάτων της στις μόνιμες βάσεις τους,
απομακρύνοντάς τα από τα σύνορα με την Ουκρανία. Οι εξελίξεις αυτές είναι
ενδεικτικές της αποκλιμάκωσης των εντάσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Ωστόσο,
μέχρι τις αρχές Μαΐου έχουν επιστρέψει μόνο λίγες εκατοντάδες στρατεύματα στις
βάσεις τους, ενώ στα σύνορα με την Ουκρανία παραμένουν περίπου 80.000 Ρώσοι
στρατιώτες. Από την μεριά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατηγόρησε, στις 12 Μαΐου, την
Ρωσία ότι προσπαθεί να ενσωματώσει de facto τις περιοχές του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ, ισχυρισμό
που αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Ντμίτρι Πεσκόφ. Επομένως, η κατάσταση στα σύνορα
των δύο χωρών παραμένει τεταμένη, παρά την διάθεση συμφιλίωσης που επέδειξε η
Ρωσία στα τέλη Απριλίου, και το ενδεχόμενο εκ νέου ένοπλης σύγκρουσης είναι
ακόμη, δυστυχώς, ανοιχτό.
Πηγές:
Εικόνα:
Άρθρο:
https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/conflict-ukraine
https://www.aa.com.tr/en/infographics/5-things-to-know-about-russia-ukraine-crisis/2203544
https://icds.ee/en/rumours-of-war-another-russian-surprise-in-ukraine/
https://www.bbc.com/news/world-europe-56720589
https://www.cfr.org/timeline/ukraines-post-independence-struggles
https://www.kathimerini.gr/world/561327148/proeidopoiisi-ipa-se-rosia-gia-tin-oykrania/
https://www.nytimes.com/2021/05/05/us/politics/biden-putin-russia-ukraine.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου