Αποτελεί μονόδρομο η Χάγη για την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων;
Του Ραφαήλ Τσιαδήμου
Αναμφίβολα, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται κλιμάκωση των
εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι τουρκικές προκλήσεις στην ευρύτερη
περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η έκδοση NAVTEX εκ μέρους της
Τουρκίας και η παρουσία τουρκικών ερευνητικών πλοίων στις ελληνικές θαλάσσιες
ζώνες αποτελούν σταθερό κομμάτι της επικαιρότητας. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν
προταθεί αρκετές μέθοδοι για την εξομάλυνση της κατάστασης αυτής. Ενδεικτικά,
τις ημέρες αυτές πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην
ατζέντα της οποίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η επιβολή κυρώσεων στην
Τουρκία, λόγω των προκλητικών ενεργειών της. Στο πλαίσιο αυτό, η Αθήνα κατέθεσε
τρεις προτάσεις για συζήτηση στην Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές
είναι: εμπάργκο των όπλων προς την Τουρκία, επιβολή αντιμέτρων για παραβιάσεις
της Τελωνειακής Ένωσης κι εξέταση τομεακών περιοριστικών μέτρων ή κυρώσεων.
Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές δεν έχουν ευδοκιμήσει, καθώς αρκετά κράτη-μέλη
(Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα, Πολωνία και Ουγγαρία) έχουν ταχθεί κατά της
επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία. Τελικώς, αποφασίστηκε η επιβολή κυρώσεων σε
Τούρκους πολίτες και όχι στην Τουρκία ως χώρα, κάτι το οποίο θίγει τα ελληνικά
συμφέροντα.
Έτσι, καθίσταται φανερό ότι η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει λύσεις
εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυριότερη εξ αυτών, που
παρουσιάζεται ως η πιο αποτελεσματική και η πιο πρόσφορη για την επίλυση των
ζητημάτων Ελλάδας-Τουρκίας, είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Το δικαστήριο αυτό αποτελεί το κύριο δικαιοδοτικό όργανο για ζητήματα που
άπτονται του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων
Εθνών, κατά το άρθρο 92 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οι αποφάσεις του έχουν
υποχρεωτική ισχύ για τους διαδίκους και για την υπόθεση που εκδικάστηκε,
σύμφωνα με το άρθρο 59 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου (εξής ΚατΔΔ),
ενώ διάδικοι μπορούν να είναι μόνο κράτη, τα οποία να έχουν αναγνωρίσει το
Καταστατικό αυτό (άρθρα 34 και 45 ΚατΔΔ). Το Διεθνές Δικαστήριο έχει
αρμοδιότητα είτε «κατ’ αντιμωλίαν», όταν καλείται να επιλύσει μια διαφορά
μεταξύ κρατών, είτε «γνωμοδοτική», όταν καλείται να εκφράσει την γνώμη του επί
ενός νομικού ζητήματος.
Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αφορούν, κυρίως, σε
ζητήματα που άπτονται του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, και συγκεκριμένα στην
χάραξη των θαλασσίων ζωνών, στο δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της
Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια, στην αναγνώριση του δικαιώματος υφαλοκρηπίδας στα
ελληνικά νησιά και στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Σε
ιστορικό επίπεδο, η διαφωνία σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες αναδύθηκε το 1975,
όταν η Αθήνα δήλωσε ότι έχει δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6 στα
12 ναυτικά μίλια, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο
της Θάλασσας, ενώ η Άγκυρα διαφωνούσε με την ενέργεια αυτή, με το επιχείρημα
ότι αυτή η ενέργεια θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Πλέον η
επέκταση στα 12 ν.μ. θεωρείται από την Τουρκία ως αιτία πολέμου
(casus belli). Επιπρόσθετα, η Ελλάδα υποστήριζε ότι τα νησιά του Αιγαίου
έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, ενώ η Τουρκία επικαλούνταν «ειδικές συνθήκες»
στο Αιγαίο, οι οποίες δεν επιτρέπουν την ενάσκηση του δικαιώματος αυτού. Η τότε
κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπέβαλε πρόταση στην Άγκυρα, τον Ιανουάριο του
1975, για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, για την επίλυση του ζητήματος,
συγκεκριμένα, της υφαλοκρηπίδας. Τελικά, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας
Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο τούρκος ομόλογός του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, σε
συνάντησή τους στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον ίδιο χρόνο, συμφώνησαν στην
σύναψη συνυποσχετικού για την παραπομπή του ζητήματος αυτού στο Διεθνές
Δικαστήριο. Ωστόσο, η Τουρκία υπαναχώρησε από την συμφωνία αυτή, ενώ η Ελλάδα
προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο το 1976, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Επιπλέον, σταθμό στο ζήτημα της προσφυγής στην Χάγη αποτέλεσε η
συμφωνία του Ελσίνκι του 1999, στο πλαίσιο της ένταξης Τουρκίας και Κύπρου στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία συμφωνήθηκε η παραπομπή των ελληνοτουρκικών
συνοριακών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο, στις οποίες ανήκει, μεταξύ άλλων,
και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η συμφωνία, όμως, αυτή δεν βρίσκεται σε
ισχύ, καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή αποδεσμεύθηκε από αυτήν, το 2004.
Την γραμμή του 1975 υιοθέτησαν οι υπόλοιπες ελληνικές κυβερνήσεις
μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αναγνωρίζει το ζήτημα της οριοθέτησης
της υφαλοκρηπίδας, ως το μοναδικό ζήτημα που αφορά τα ελληνοτουρκικά και να
υποστηρίζει σθεναρά την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για το ζήτημα αυτό.
Αντιθέτως, η Τουρκία είναι αντίθετη στην ιδέα της προσφυγής στο Δικαστήριο και
προτιμάει την διεξαγωγή διμερών συνομιλιών και διαπραγματεύσεων για την επίλυση
των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζει, εκτός από το ζήτημα
της υφαλοκρηπίδας, κι άλλα θέματα που αφορούν τα ελληνοτουρκικά, όπως την έκταση της
αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναερίου χώρου των δύο χωρών, την
αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και
την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, όπου αμφισβητείται η ελληνική
κυριαρχία. Για να προσφύγουν, επομένως, τα δύο κράτη στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης, απαιτείται η σύνταξη κοινού συνυποσχετικού μεταξύ τους
(άρθρο 36 ΚατΔΔ), το οποίο θα περιέχει την συμφωνία τους για παραπομπή μιας
ορισμένης διαφοράς τους στο Δικαστήριο. Ωστόσο, η Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί
ακόμη την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και δεν έχει
συναινέσει στην σύναψη συνυποσχετικού, οπότε η λύση αυτή είναι δύσκολο να
πραγματωθεί. Μια άλλη λύση θα ήταν η διαμεσολάβηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του
Ο.Η.Ε. ή των υπερδυνάμεων (Η.Π.Α., Ρωσία), προκειμένου να δοθεί πολιτικό
κίνητρο στην Τουρκία να αποδεχθεί την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Ωστόσο, μια τέτοια λύση δεν είναι πιθανό να πραγματοποιηθεί, δεδομένου των
τεταμένων σχέσεων της Τουρκίας, τόσο με τις Η.Π.Α., όσο και με την Ρωσία, αλλά
και λόγω της συστηματικής παραβίασης των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας
από αυτήν (πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το άνοιγμα των Βαρωσίων, που παραβιάζει
τα Ψηφίσματα 550 και 789).
Συμπερασματικά, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης
αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο επίλυσης των ελληνοτουρκικών ζητημάτων,
καθώς θα καταλήξει στην έκδοση υποχρεωτικής για τα μέρη απόφασης, όσον αφορά τα
ζητήματα αυτά (άρθρο 59 ΚατΔΔ) και θα συμβάλει στην αποκλιμάκωση των εντάσεων
στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, η συναίνεση στην προσφυγή στο Δικαστήριο
παρουσιάζει δυσχέρειες, καθώς η Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει την δικαιοδοσία
του Δικαστηρίου, ενώ τα δύο κράτη δεν συμφωνούν ως προς το ποια ζητήματα χρίζουν
αντιμετώπισης· η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μοναδικό ζήτημα την υφαλοκρηπίδα, ενώ η
Τουρκία αποδέχεται την ύπαρξη περισσοτέρων ζητημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η
προσφυγή στην Χάγη αποτελεί μια λύση απίθανη να συμβεί υπό τις παρούσες
συνθήκες, ενώ πιο πρόσφορη παρουσιάζεται η ανάπτυξη συνομιλιών σε διμερές
επίπεδο, για την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων.
Πηγές
Εικόνα:
Άρθρο:
Αντωνόπουλος, Κ., & Μαγκλιβέρας, Κ. (2017). Το
Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας (3η έκδοση), Νομική Βιβλιοθήκη.
https://www.tovima.gr/2020/01/24/opinions/giati-fovomaste-toso-ti-xagi/
https://www.kathimerini.gr/politics/1089445/apopsi-protasi-gia-prosfygi-sti-chagi/
https://www.cnn.gr/focus/apopseis/story/205517/h-anifora-kai-ta-agkathia-ston-dromo-gia-ti-xagi
https://www.naftemporiki.gr/story/1543716/ellada-tourkia-treis-dromoi-odigoun-sti-xagi
https://slpress.gr/idees/to-quot-elsinki-quot-20-chronia-meta-ti-elege-i-apofasi-tis-ee-to-1999/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου